|
το сероводород #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сероводород? — υδρόθειο как с (ново)греческого переводится слово υδρόθειο? — сероводород — αλλόγλωσσος — βογκώ — κάμπια — ασαράντιγος — μυκώμαι — αβυσσώδης — κλήρος — αποτροπιαστικός — δραχμοσυντήρητος — ασέλιδος — εξαιρετικότητα — εγγύς — περισκελίς — μπαρουτόλασπη — σημαντικός — γλυκασμένη — λαϊκίστικα — κεφαλαιοποίηση — εραλδική — απότομος — επεξεργαστής |
|||