Новогреческий словарь
κοινόλεκτος
κοινόλεκτ|ος
разговорный, общеупотребительный
(о слове, выражении)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разговорный
? —
κοινόλεκτος
как на
(ново)греческом
будет слово
общеупотребительный
? —
κοινόλεκτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοινόλεκτος
? — разговорный, общеупотребительный
#
(ново)греческий словарь
—
νομός
—
δάμαλις
—
γογγυσμός
—
δορυάλωτος
—
ανευθυνότητα
—
στερφεύω
—
πεντάκλωστος
—
γεύση
—
αναζητάω
—
εκμηδένιση
—
σκίρτησις
—
τυφογέροντας
—
ωχρότητα
—
ιερογλυφικός
—
τάσσομαι
—
ασκοθύλακας
—
ψεύστης
—
αναίρεση
—
δρολάπι
—
κοινωφέλεια
—
βαθυγάλανος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω