|
разговорный, общеупотребительный (о слове, выражении) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разговорный? — κοινόλεκτος как на (ново)греческом будет слово общеупотребительный? — κοινόλεκτος как с (ново)греческого переводится слово κοινόλεκτος? — разговорный, общеупотребительный — ανακτοβούλιο — εφήμερος — όζαινα — καταπονημένος — αναφλέγομαι — στάλσιμο — ραγδαία — ψευδαλαζών — αντιμετατάσσω — άδειος — πτιλώδης — πρασόφυλλο — αποκοίμηση — αποκοιμιστικώς — υπαλληλικός — απεριτείχιστος — στοματικός — υπεξάγω — συνονόματος — προσγίνομαι — διάσχιση |
|||