|
η столкновение (с чем-л. неподвижным) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столкновение? — πρόσκρουση как с (ново)греческого переводится слово πρόσκρουση? — столкновение — πόλεμος — ελαφροκέφαλος — λεμονόδασος — πεισματώδης — εξετάφην — εξουσιαστικός — γελοιογραφία — κατακομμάτιασμα — αντεργάτης — αποθεώνομαι — πλειοδότης — αντιφασιστής — βαλσάρω — σύνδειπνος — δίανθος — διαστρεβλώ — απόσταξη — κανέλλα — ιονίζω — τετραπέρατος — ξαστοχαίνω |
|||