|
(αόρ. έσκασα) см. σκάζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκάνω? — — εξοχότητα — επαύξηση — παραδέχομαι — σωματικός — χειλίτιδα — τραγουδιστός — γλαφυρότητα — χώνευση — βεργάδι — δενδρόκαρπος — μακροβιότητα — φαναρτζίδικο — μετόπη — ογδόντα — κρετίνος — υβριστής — ανθεκτικότητα — γλύκασμα — ελαιοειδής — ψιλούρια — επταετία |
|||