|
αόρ. от δύναμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εδυνήθηην? — — λάφυρο — πηγαδήσιος — κηδεύω — αρκουδίζω — υποθερμία — φασισμός — καταστροφέας — έστοντας — συρμάτινος — εξειδικεύομαι — τερματικό — σιδερόφρακτος — ανεκτύπωτος — τειχίο — λούρος — καθαρότητα — σταφνίζω — ευκολόσβηστος — γουργουρητό — χορηγικός — επένδυμα |
|||