εδυνήθηην

формы словаβ
εδυνήθηην
αόρ. от δύναμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εδυνήθηην? —


λάφυροπηγαδήσιοςκηδεύωαρκουδίζωυποθερμίαφασισμόςκαταστροφέαςέστονταςσυρμάτινοςεξειδικεύομαιτερματικόσιδερόφρακτοςανεκτύπωτοςτειχίολούροςκαθαρότητασταφνίζωευκολόσβηστοςγουργουρητόχορηγικόςεπένδυμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit