|
το глазурь; полива (спец.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глазурь? — υαλοβερνίκωμα как на (ново)греческом будет слово полива? — υαλοβερνίκωμα как с (ново)греческого переводится слово υαλοβερνίκωμα? — глазурь, полива — χλωροφόρμηση — ελαφρομυαλιά — Μαυρομιχάλης — εντομοκτόνος — λισγάρι — απρόσοδος — πλακούντας — τραβηχτικός — ακολάκευτα — ανδροκρατία — ατσικνίδα — δοκιμαστής — σκάρος — καύσωνας — μεσόζωα — ωοφάγος — αρσενικώδης — ταρταρινισμός — ροπαλιά — ωτίτιδα — αναγαργαρίζω |
|||