γεωφυσικός

формы словаβ
γεωφυσικός
1. геофизический;

2. (о) геофизик



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово геофизический? — γεωφυσικός
как на (ново)греческом будет слово геофизик? — γεωφυσικός
как с (ново)греческого переводится слово γεωφυσικός? — геофизический, геофизик


ανατροφοδότησηχαζομαμάελευθεριότηταξενάγησηπρωτάρχισμαπαραθετικάαερόσφαιραφτυαριάσίφουναςρινίδικαλλιεργητήςδιαλεκτόςξεροτηγάνισμαλαγκαδιάκάτιανεμομετρικόςαπορριπτικάκώνοςανδροπρεπήςαυτοδικαζόμενοςμελάτος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit