|
1. геофизический; 2. (о) геофизик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово геофизический? — γεωφυσικός как на (ново)греческом будет слово геофизик? — γεωφυσικός как с (ново)греческого переводится слово γεωφυσικός? — геофизический, геофизик — ανατροφοδότηση — χαζομαμά — ελευθεριότητα — ξενάγηση — πρωτάρχισμα — παραθετικά — αερόσφαιρα — φτυαριά — σίφουνας — ρινίδι — καλλιεργητής — διαλεκτός — ξεροτηγάνισμα — λαγκαδιά — κάτι — ανεμομετρικός — απορριπτικά — κώνος — ανδροπρεπής — αυτοδικαζόμενος — μελάτος |
|||