|
το шапочка; чепчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шапочка? — σκουφί как на (ново)греческом будет слово чепчик? — σκουφί как с (ново)греческого переводится слово σκουφί? — шапочка, чепчик — αποδείχνω — γεροηλιάκας — κοτζάμπασης — αφοπλίζω — αναπτήρας — γλυπτικός — μουσουλμανισμός — καρφιτσοθήκη — απρογραμμάτιστος — συνάρθρωση — βραδύφλεκτος — γρατσουνίζω — ξυπολάω — αντάρτικος — αναζωπυρώνω — επικαρπούμαι — ποδηλάτης — ανθυποφροντιστής — τουρκεύω — ανθοδετική — οικοδομήσιμος |
|||