Новогреческий словарь
νύγμα
νύγμα
το
укол; укус
(насекомого)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
укол
? —
νύγμα
как на
(ново)греческом
будет слово
укус
? —
νύγμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
νύγμα
? — укол, укус
#
(ново)греческий словарь
—
ασπροποδαρούσα
—
δρυμός
—
υαλογραφώ
—
αντιπρόταση
—
ρωσόφιλος
—
μετενταφιάζω
—
ποιμαντορία
—
γκοριτσιά
—
αντέχω
—
συγκαταβαίνω
—
τριμμένος
—
απρόσκλητα
—
νυμφεύομαι
—
έκνομον
—
αδιαπαιδαγώγητος
—
σκιαχτά
—
κοινωνιολόγος
—
εισρέω
—
ραμφοειδής
—
νοησιοκρατία
—
αιρεσιάρχης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω