|
το укол; укус (насекомого) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укол? — νύγμα как на (ново)греческом будет слово укус? — νύγμα как с (ново)греческого переводится слово νύγμα? — укол, укус — οσονούπω — αληταρία — αξιέπαινος — αντιλαϊκός — ερημονήσι — κραξιά — κακογερόνω — αντιπροσωπεία — βαρβαρικός — καμαρωτός — ασυνέριστος — πατέντα — σιδηρούχος — εξοχωτάτη — πέδη — ακουτσομπόλευτος — αιμόσταση — σκούρος — βιομηχανοποιούμαι — βαλτοτόπι — ροδόνερο |
|||