|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλιμπράρω? — — αντρογυναίκα — Ιππώναξ — βοτανισμένος — εργασμένος — στρώνομαι — ενδιάθετος — ευκαριωτικά — πάγιος — δασμολογιακός — Χερουβείμ — γεφυριάτικα — όπου — ξανανάβω — δαιμονολογία — δυσκόλεμα — τρεμάμενος — πεσσιμισμός — γερμάνιο — λεοντόθυμος — αδιήγητος — υδατοσφαίριση |
|||