καλιμπράρω

формы словаβ
καλιμπράρω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καλιμπράρω? —


αντρογυναίκαΙππώναξβοτανισμένοςεργασμένοςστρώνομαιενδιάθετοςευκαριωτικάπάγιοςδασμολογιακόςΧερουβείμγεφυριάτικαόπουξανανάβωδαιμονολογίαδυσκόλεματρεμάμενοςπεσσιμισμόςγερμάνιολεοντόθυμοςαδιήγητοςυδατοσφαίριση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit