|
ο провизор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово провизор? — φαρμακοτρίπτης как с (ново)греческого переводится слово φαρμακοτρίπτης? — провизор — σαρκασμός — σαφής — κοκκινομανίταρο — δημαρχώ — επομένη — σταφιδόψωμο — αποτσακίζω — μισοχορταίνω — άμουρος — διαφεύγω — πινακογλείφτης — αγριότητα — μειλίγματα — επτάχρωμος — μπουφετζής — ελαιόφυτος — αγρίλλιαστος — ανδραποδίζω — βλακεία — επιούσα — αυτοδιάθεση |
|||