|
η собственница, владелица; ~ πλοίου — судовладелица; ~ σπιτιού — домовладелица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово собственница? — ιδιοκτήτρια как на (ново)греческом будет слово владелица? — ιδιοκτήτρια как с (ново)греческого переводится слово ιδιοκτήτρια? — собственница, владелица — εύφλεκτος — ασπαραγγιά — μουδιασμένα — ζεύλα — φράκ — ανταποδοτικά — αποχαλίνωση — αντιπολίτευση — ανεμική — αποστασία — αγούμαστος — ανεξάρτητα — οξυγόνωσις — φκιάρι — πούλημα — αυτοϊκανοποίηση — πεντηκονταπλασιάζω — σόλα — δυσάρμοστος — απαραβίαστος — κορμί |
|||