|
το уборная; клозет (уст.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уборная? — αφοδευτήριο как на (ново)греческом будет слово клозет? — αφοδευτήριο как с (ново)греческого переводится слово αφοδευτήριο? — уборная, клозет — ταχύτατα — υδραέριον — υποθρεψίο — χαζαμάρα — σπαρταρώ — γεροηλιάκος — γαλακτοποίηση — μέθη — μελιχρός — ηλεκτροφώτισις — ξέπλυμα — ροσόλι — κελευστής — εισποίηση — εμπυριοδόκη — κουζινικά — κούκκος — αντιπαραλληλισμός — φάσκω — αποβλητος — γκιρλάντα |
|||