|
το кашель; покашливание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кашель? — βήξιμο как на (ново)греческом будет слово покашливание? — βήξιμο как с (ново)греческого переводится слово βήξιμο? — кашель, покашливание — καθαρογλωσσία — πενηντάρης — παραμυθατζού — ξέβγαλμα — αυτόδηλος — αποσύνδεση — εξοπλίζομαι — ξεψυχάω — φωταγωγώ — ελκυστικότητα — καραβέλα — χουζουρεύω — μισθωτής — κατάσταση — απόβαθα — καλύβη — μισοκαμμένος — καταθέτης — απάκτωτος — γραμμένος — γαριδόσουπα |
|||