|
репатриироваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово репатриироваться? — επαναπατρίζομαι как с (ново)греческого переводится слово επαναπατρίζομαι? — репатриироваться — θυμικό — μαλακοκεφτές — βούρκωμα — δικηγορία — εγκλεισμός — ψυχομαραίνω — ντιβανάκι — δασυπώγων — εξειλιγμένος — ανοσήλευτος — απαθώς — σάρδη — γκάβρα — ανήλθον — εξουθένωμα — διαδικάζω — ντύνω — γαλαζόμαυρος — μαρασκίνο — αλσώδης — αναπόδιση |
|||