|
воровской, блатной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воровской? — τσαμπούκολίδικος как на (ново)греческом будет слово блатной? — τσαμπούκολίδικος как с (ново)греческого переводится слово τσαμπούκολίδικος? — воровской, блатной — πρωταγωνιστώ — αγώνισμα — χειροτερεύμα — ολισθητήρας — ξενοφιλία — λυτός — κνούτο — χόλιασμα — εκστρατεία — μετριοφροσύνη — απλοχέρης — διάτηξις — οπερεττικός — συγχαρητήριος — πόδημα — συναινετικός — μεγεθυνηκός — ρίχτω — καπνέλαιο — λαθρεπιβάτισσα — κηποτεχνία |
|||