|
το дерюга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дерюга? — τσόλι как с (ново)греческого переводится слово τσόλι? — дерюга — γεροδεμένος — κοντό — μακροκαταληκτώ — αχάριστος — ψαρού — θωρηκτός — αμμοκονία — αβιταμίνωση — αναλογικά — τοκιστής — αγιαστήρι — υπεροψία — εξάποδος — ψήλος — ακρωνυχία — βρεφοκτονία — συντομευτικός — βρωμόκαιρος — ελλανοδίκης — μπουφάν — κουράζομαι |
|||