|
η мор. отталкивание (лодка и т.п.); κάνω ~ — отталкивать (лодку и т.п.) ; ~! — оттолкни! #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отталкивание? — αβάρα как с (ново)греческого переводится слово αβάρα? — отталкивание — χειριστής — σάν-φασόν — καμποχώρι — αιρεσιάρχης — εκκαλώ — ψωροβότανο — ταχύτης — ηλεκτροοπτική — αετός ο — σχολίατρος — ευκταίος — ορθοπαιδικός — βαμπακέλλα — συνταγογραφώ — λογιωτάτη — καυχησιολογώμαι — τρισκατάρατος — χρυσορραπτικός — ηφαιστειώδης — άραθα — οριστικά |
|||