|
(αόρ. επανείδον) снова видеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снова видеть? — επαναβλέπω как с (ново)греческого переводится слово επαναβλέπω? — снова видеть — αυτονομία — εικονογραφώ — στρεπτόκοκκος — κοράσι — επίλεχτος — ξελαχανιάζω — λουλάκιασμα — κλαγγάζω — ήρα — εξόγκωση — μυροπωλείο — συμμέτοχος — αλλοσε — συνοσφαλίστρια — κεδρών — εκπρόσωπος — δεσποτικόν — νοθεία — γαλιουρίζω — τριχοτόμηση — ασκημομούρης |
|||