|
качать; убаюкивать (тж. перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово качать? — λικνίζω как на (ново)греческом будет слово убаюкивать? — λικνίζω как с (ново)греческого переводится слово λικνίζω? — качать, убаюкивать — ληστρικός — ξεχασμάρα — απολύτρωση — ξυλόγατα — υπερκορεννύω — μιλω — ξεπεσμός — αχρησίμευτος — εντός — λογοθεραπευτής — χρωματοπώλης — αναβατός — λαθραλιεία — ρητορική — πλεονεκτικότητα — αναδαμαλισμός — εγκαρσιώνω — ψαραγκάθι — κάλως — δαψιλής — ζοφερότητα |
|||