|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πουκαμισάκι? — — τέκτονας — ευφράδεια — ανακαίω — φασουλοταβάς — κατεβατός — υάλινος — χώλ — ριζοσπαστικοποιώ — πιστάκη — σκελετό — φαντασίωση — ακρίς — ψυχολατρεία — χιονοδρομικός — πνίγομαι — ραδιοτηλεφωνικός — βαφτιστικιά — ατροφία — γείτων — προτιμότερο — ανάπηρος |
|||