|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσιγκούναρος? — — αστός — ρετάλια — ψωριασμένος — κυβερνητικός — οδομετρία — αυτοεξορίζομαι — ελεφάντινος — χολοκυστίτιδα — θερμόφιλος — ηλιολατρία — αμαντήλωτος — αξεσκέπαστος — αμετάγνωστος — τζαμώνω — ακουβάλιστος — σφενδόνη — ιχνηλατώ — μολύνω — συλλαβή — ομοτράπεζος — οκνεύω |
|||