|
грубый, неотёсанный (тж. о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грубый? — γρέτσος как на (ново)греческом будет слово неотёсанный? — γρέτσος как с (ново)греческого переводится слово γρέτσος? — грубый, неотёсанный — ανθένιος — εκείθεν — αμπελουργικά — ελευθεροτεκτονικός — εξαγκυρίζω — φωτομέτρηση — μοτέρ — σαραντάμερο — ακόμιστος — ονειροπόληση — σκυλόδοντο — αναλυώνω — λευκός — εφιστώ — κλαμένος — ψηφίδωμα — τιμωρούμαι — αρχίνισμα — τεκταινόμενα — κορνιζωμένος — χοντρομπακάλης |
|||