|
το теорема; Πυθαγόρειο ~ — теорема Пифагора; αποδείχνω τό ~ — доказывать теорему #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово теорема? — θεώρημα как с (ново)греческого переводится слово θεώρημα? — теорема — νερουλιάστρα — γόμωση — όρνιο — φρακοφορεμένος — κινηματίας — ασκητικώς — ωμοπλατιαίος — χρωματόσωμα — χάζι — διασαλπίζω — οργιάζω — ξεροβόρι — μαγώτος — ολιγογράμματος — συγχρονοσκόπιο — προγονολατρία — ανοσοποίηση — αδραχτάκι — γλόμπος — κτηνοτρόφος — σκροφούλα |
|||