|
το умывальник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово умывальник? — λεγενόμπρικο как с (ново)греческого переводится слово λεγενόμπρικο? — умывальник — ζαχαροπλαστικός — υπόχυμα — εμπροστά — επιφανειακός — δεύτεροπρόσωπος — πόντικας — τοιχωρυχώ — ετερόγλωσσος — εποχικότητα — οινοποιήσιμος — καταβοσανίζω — ερωτευμένος — διασκορπιστής — σκροφάκι — εβενουργία — ασιανός — οργασμικός — παραέχω — καφετιέρα — βερμπαλιστικά — αραθρώνω |
|||