|
(γεν. νυκτός) η ночь; εν καιρώ νυκτός или διά νυκτός — ночью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ночь? — νύξ как с (ново)греческого переводится слово νύξ? — ночь — ξετυλίζω — πτωχαλαζών — θαλαμοειδής — φιλινάδα — ρεμπελεύω — ψυχομετρία — αναγκασμός — ερμηνεία — συρίζω — γαστριμαργία — καταπήκτης — στυφίζω — σεμνύνομαι — απαλότητα — απαράκαμπτος — κλουβιαίνω — νταηλίκι — εχτρεύομαι — παραλόγιασμα — εισήγηση — επταετηρίδα |
|||