|
косой, косоглазый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косой? — λοξόφθαλμος как на (ново)греческом будет слово косоглазый? — λοξόφθαλμος как с (ново)греческого переводится слово λοξόφθαλμος? — косой, косоглазый — κάτωθεν — λακωνικός — κύρτωση — ενάνθημα — αριστερίστικος — φάραγγας — σπασμωδία — οικογενειακότητα — χάραξη — ξερογλείφομαι — εμπυρευματοθήκη — μισοκαμμένος — στέγνωσις — χαλκοκορώνη — μεγάλως — ζυγό — λάρυγξ — αμυλόκολλα — χρονολογούμαι — δανείστρια — οξέλαιο |
|||