|
η мужеподобная женщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужеподобная женщина? — ανδρογυναίκα как с (ново)греческого переводится слово ανδρογυναίκα? — мужеподобная женщина — καπνεργάτης — εγκρουστήρας — κεφαλαιουχικός — αχρίζω — ανάλογο — τομάρι — ακρίβεια — φουρκέττα — ανθρωπιστικός — τειχίο — μεσοσαράκοστα — στοματίτιδα — ηδονίστρια — χρονομέτρης — χνοώδης — ανασχηματίζω — ανεπαισθήτως — δεσμεύομαι — αναπαμός — τηγανιά — υαλόχαρτον |
|||