|
ο 1) искусный мастер; 2) виртуоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово искусный мастер? — δεξιοτέχνης как на (ново)греческом будет слово виртуоз? — δεξιοτέχνης как с (ново)греческого переводится слово δεξιοτέχνης? — искусный мастер, виртуоз — περικάρπιο — καλοπερνώ — αμπελών — προκατειλημμένος — εύρος — ναύλωμα — λεβέντης — ουρανίσκος — συζυγικός — τζίγκος — αφέγγαρος — μοναχογιός — τρόχιλος — δαιμονοληψία — διαλαμβάνω — βιοπαλαίστρια — πρωταρχίζω — κιτροπαραγωγός — προαγωγεύω — κυνηγόσκυλο — χονδρέμπορος |
|||