|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακροβολώ? — — διεθνιστικός — αρνόγουνα — φαρμακοτέχνης — ξυπάζω — πυελογραφία — θιασάρχίνα — άστρωτος — στριγκλίζω — τάππωμα — κωλαράκι — αρχιερατικός — ανομισθώνω — πυρολατρεία — στρατιωτικοποιώ — ατιμάρευτος — ανεφάρμοστος — συστηματοποιώ — άπηκτος — ζοφός — εξώφθαλμος — παραμικρός |
|||