|
малюсенький, крошечный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малюсенький? — μικρούλικος как на (ново)греческом будет слово крошечный? — μικρούλικος как с (ново)греческого переводится слово μικρούλικος? — малюсенький, крошечный — μαχμούρισσα — αυθόρμητα — κόντες — επιρρέπω — συμπαράσταση — βαρδαλαμπούμπας — μπατήρης — εμβαδομέτρηση — καθάρσιο — πλωτάρχης — επαγώγιμον — αχρόνος — αλωπεκία — επαργίλλωση — καραμέλλα — εφταπλάσιος — φιμός — ακούρσευτος — γλοιώδης — σαλτέρνω — συνταγματικός |
|||