Новогреческий словарь
θρύμμα
θρύμμα
το
крошка, кусочек
;
===
έγινε ~τα — разбиться вдребезги
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крошка
? —
θρύμμα
как на
(ново)греческом
будет слово
кусочек
? —
θρύμμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
θρύμμα
? — крошка, кусочек
#
(ново)греческий словарь
—
αντίρευμα
—
πρωταγωνιστώ
—
ατσικνίδα
—
κασόνι
—
γαλβανιστής
—
αυτοκινητιστής
—
καυχησιολογιέμαι
—
χαχανητό
—
αποβάθρα
—
βασιλόπουλο
—
διάταξη
—
επίσαξις
—
ανοιξιάτικα
—
κρασάκι
—
κουρτάλημα
—
σκιοφοβία
—
αντρόχτι
—
ξυλοσχίστης
—
επισκευαστικά
—
ψιλοχωμάτισμα
—
κατσικοπόδαρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве