|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουργιάλι? — — φακελοποιείο — αναστολέας — σκαπετίζω — απομυζώ — διαμέτρημα — επιδιώκω — κοινωνικός — υπέρλευκος — κουβέντα — ασφαλτοφόρος — παρίας — τσαρουχάδικο — συμπεθεριάσματα — στεφανώνω — αστερόφωτο — τσουλιέμαι — αβύθιστος — παρανόμι — μαλακώνω — σκιντζής — μηχανοτεχνίτης |
|||