|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φακιολίζω? — — καλαρχινω — ανατάραγμα — αγγειοδιαστολή — ρούς — εκατοντάδα — κρομμυδόζουμο — ακουστικώς — προπληρωτέος — φραγκόκλησα — λαθεύω — αναχορήγηση — μεθοριακός — συνέταιρος — ζωολάτρις — σύνωρα — δακτυλίδωμα — σκουφέτο — βουλευτίνα — διεύρυνση — φαγγρί — εντέρινος |
|||