|
предохранительный; ~ιον φάρμακον — противоядие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предохранительный? — αλεξητήριος как с (ново)греческого переводится слово αλεξητήριος? — предохранительный — ηχοληψία — ανεξίλοστος — ανατέμνω — χαριεντισμός — αφεντιάζω — αποξύω — κατασκοπικός — παράβυστον — καταλαβαίνω — φασιστοειδής — ψαρής — πεταλοειδής — λιανοκαμωμένος — σύρ'τα-φέρ'τα — χλοερός — παιδοκτόνος — αλεπτολόγητος — διαπλανητικός — ζατσέντο — εποίκησις — αθέριγος |
|||