Новогреческий словарь
αλεξητήριος
αλεξητήρι|ος
предохранительный
;
~ιον φάρμακον — противоядие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
предохранительный
? —
αλεξητήριος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλεξητήριος
? — предохранительный
#
(ново)греческий словарь
—
ρινί
—
ευημερώ
—
ωκεανός
—
μαραγκός
—
εκατοστάρα
—
τρίχορδος
—
νυχάτος
—
μηχανεύομαι
—
μοδιστρούλα
—
ζαφείρι
—
βραχυδιάστα
—
ανδροπρεπής
—
βισμουθιακός
—
δωδεκαήμερος
—
αρώτηγος
—
χασμουρώμαι
—
χλιαίνω
—
περιορίζω
—
διερεύνηση
—
ολέθριος
—
ακριβοζυγιασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве