|
προστ. от ανεβαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανέβα? — — συρμαγιά — καταχωνιάζω — αναψυκτήριο — πιεστήριο — τεϊοπότις — γλυκοκελάηδημα — λαχανόφυτος — ανταποκρίτρια — εμμτινόρροια — λελογισμένως — αναβαπτισμός — Τσιγγάνος — κλινοστρωμνή — άμοιαστος — απλούστευση — αντήλι — καντιλοσβήστρα — δασκαλικός — κατατόπια — χειροθεσία — αλκοόλ |
|||