|
грам. инверсированный; (σχήμα) πρωθύστερον — инверсия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инверсированный? — πρωθύστερος как с (ново)греческого переводится слово πρωθύστερος? — инверсированный — αντιβασιλικά — σιτοπαραγωγή — απολογιέμαι — μελικηρίδιο — δεσποτάτον — παπαδοπούλα — χυδαιοποιώ — σπιτικό — συχνο- — υπομονητικός — φυλλομέτρημα — εκτρωτικός — τσιγγούνικα — παραμικρό — ανακογχυλιάζω — αυγουστιάτης — ελατόπισσα — ψαραγάνα — μαγεμένος — στρατιωτικός — αρχαιότητα |
|||