|
(-εως) η уст. трактат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трактат? — διάληψη как с (ново)греческого переводится слово διάληψη? — трактат — βαθέως — ετάζω — αριστοκρατικότητα — καταματωμένος — ακατάδεκτος — ένδηλος — αποδοχή — σαρκίο — σπανακόρυζο — επιταυτού — ποδάρα — διασπείρω — σκληρομετρία — ξανθούλα — οινοπώλης — αφηγήτρια — εφιαλτικός — ογκόπαγος — χαρμόσυνος — υπερήμερος — μηχανοθεραπεία |
|||