διάληψη

формы словаβ
διάληψη
(-εως) η уст. трактат



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово трактат? — διάληψη
как с (ново)греческого переводится слово διάληψη? — трактат


βαθέωςετάζωαριστοκρατικότητακαταματωμένοςακατάδεκτοςένδηλοςαποδοχήσαρκίοσπανακόρυζοεπιταυτούποδάραδιασπείρωσκληρομετρίαξανθούλαοινοπώληςαφηγήτριαεφιαλτικόςογκόπαγοςχαρμόσυνοςυπερήμεροςμηχανοθεραπεία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit