|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ημίχρονο? — — δαψίλεια — αφορισμένος — προσήκον — κοσμοβοή — μερδικό — ανυπεύθυνος — αντάμωση — ζύμωση — απαράδεκτο — αλαλαχή — αλόξευτος — ανθοστόλισμα — ωάριο — αργομιλώ — πλειοδότης — ελαιοπιεστήριο — ταλαιπωρία — υστερισμός — λίπωμα — αυτάρκεια — αγροτικό |
|||