|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αστικοποιούμαι? — — πολλαπλασιαστέος — σχοινοβασία — ακουστικό — ματέ — αδελφοφάγωμα — εικοσιπεντάρι — ομολογούμαι — ρηξικέλευθος — νισεστές — ταξιδιάρικος — καταχραστής — ισχυροποιώ — μαρμαρυγίας — ροιάς — αβανταδόρα — μετάταξη — αντευεργετώ — πολεμιστήριος — αμνημονώ — βαλμένος — κενολογώ |
|||