αστικοποιούμαι

формы словаβ
αστικοποιούμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αστικοποιούμαι? —


πολλαπλασιαστέοςσχοινοβασίαακουστικόματέαδελφοφάγωμαεικοσιπεντάριομολογούμαιρηξικέλευθοςνισεστέςταξιδιάρικοςκαταχραστήςισχυροποιώμαρμαρυγίαςροιάςαβανταδόραμετάταξηαντευεργετώπολεμιστήριοςαμνημονώβαλμένοςκενολογώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit