|
тиранить, мучить; μέ ~ούν αμφιβολίες — мучиться сомнениями; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тиранить? — τυραγνάω как на (ново)греческом будет слово мучить? — τυραγνάω как с (ново)греческого переводится слово τυραγνάω? — тиранить, мучить — αγριοθωρώ — σιτισμός — πραιτωρικός — βαθύχορδον — επικρεμής — αποψύχω — αργατιά — μπαλιά — γιαχνί — άρουρα — διδασκαλική — ραδιολογία — χρωμοφόρος — σκληροτράχηλος — επιλάμπω — καραγκούνικος — στηθικός — ερημίτης — ψυχραίνω — ψουνιστός — μυριστικά |
|||