|
ο уст. шашка; фишка (для настольных игр) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шашка? — πεσσός как на (ново)греческом будет слово фишка? — πεσσός как с (ново)греческого переводится слово πεσσός? — шашка, фишка — ψελλότητα — σταυλισμός — αργός — θεόγυμνος — σμάρι — μισαλλοδοξία — ατζαμιλίκι — στρατωνισμός — θωράκιση — δυσαρίθμητος — απαρση — ανδριάς — οργανοπαίκτης — σφραγιστός — αντερί — επιστήθιος — ξεροψήσιμο — ξεχνιούμαι — ανακαθαίρω — υμνητικά — αναφορικώς |
|||