|
1) тёмно-русый; 2) светловатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тёмно-русый? — ξανθωπός как на (ново)греческом будет слово светловатый? — ξανθωπός как с (ново)греческого переводится слово ξανθωπός? — тёмно-русый, светловатый — εγχελυς — συχάζω — αγαποβότανο — εργογράφος — ψευτοκουλτουριάρα — ελεγειοποιός — αναμιμνήσκομαι — ακυρολόγος — υπενωμοτάρχης — τουρκόγυφτσα — αιμολυτικός — αντιφεμινισμός — επανεξάγω — καρμπολάχανο — τροχαίος — βρογχοτομία — διπλοπαρακαλώ — πολυδιαβασμένος — καταμετρητικός — χοντρομαλάκας — συνασφαλίζομαι |
|||