|
(-ιδος) беззаботный, беспечный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беззаботный? — άφροντις как на (ново)греческом будет слово беспечный? — άφροντις как с (ново)греческого переводится слово άφροντις? — беззаботный, беспечный — ποντίκι — κονσερβαρίζω — κατατρύχω — συνεσταλμένα — χηριός — κομιτατζής — αγορήτρια — αλληλοεπηρεαζόμενος — ιχθυοκαλλιεργητής — φωτόφωνο — αξάνοιχτος — εύπλαστος — εργάτης — μικροσκόπηση — βαλιτσούλα — ευκολοχώνευτος — εξώγαμος — κλεψιμιός — βραδύπορος — οστεϊχθύες — μυσταγωγία |
|||