|
η толстуха, пышка (о ребёнке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толстуха? — μπουλούκα как на (ново)греческом будет слово пышка? — μπουλούκα как с (ново)греческого переводится слово μπουλούκα? — толстуха, пышка — χνούδισμα — αληθώς — νεφροειδής — σταθμητός — τηλεγραφόξυλο — δεσποτικώς — αυτοσχέδια — γνεφολογώ — υποσκέλιση — καμωματαράς — όστρια — αστυνομεύω — σιχαμένος — νεφρολιθικός — αληθοφανής — δίοδος — ερευνημένος — μετάλλιο — επίβλεψη — κοντοβασίλεμα — ακατάθετος |
|||