|
горько-солёный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горько-солёный? — αλμυρόπικρος как с (ново)греческого переводится слово αλμυρόπικρος? — горько-солёный — κολβερτισμός — πολυβολείο — πετροκερασιά — οκτάεδρο — υπερκόπωση — εκτενής — κωλαρίνο — λεχωνιά — πτεροφυία — αδράχνω — φρυγανιέρα — γερμανόπληκτος — σφηνοειδής — γεραλέος — διαγκωνισμός — καλλι- — κουζινικά — υπόγυιος — εμψυχωτικός — χούϊ — ατελείωτος |
|||