|
густонаселённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово густонаселённый? — πυκνοκατοίκητος как с (ново)греческого переводится слово πυκνοκατοίκητος? — густонаселённый — στόχασμα — κατακυρώνω — γεφυρόστρωση — επτακόσιοι — φαρμακοθήκη — ανεμευλογία — κρησάρα — παρόν — φυσιοκράτης — κουρούπι — μηδενισμός — φραντζέζικος — αντίκλειθρον — κορόϊδεμα — στηθικός — μοιχικός — θεσπίζω — κονκάρδα — φιλοσοφώ — μαντζέλλα — ξίκι |
|||