|
(-έρος) ο хим. хлоратил #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлоратил? — χλωραιθήρας как с (ново)греческого переводится слово χλωραιθήρας? — хлоратил — δαχτυλίδι — αξεπούλητος — δεκαπενταύγουστος — διαστραμμένος — ασυνέριστος — γκριζόλα — τσαμπουνιέρης — ρυτιδώδης — ζητιανεύω — δανειολήπτρια — σιγαλιά — καβαλαρία — φυσικομαθηματικός — πολύδωρος — λεβεντιά — γαληνά — όρκισμα — ακτιστος — χάϊδεμα — μπριλλάντι — ισκιάζω |
|||