|
ο шьющий солдатские ботинкии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шьющий солдатские ботинкии? — αρβυλοποιός как с (ново)греческого переводится слово αρβυλοποιός? — шьющий солдатские ботинкии — αυθόρμητα — συγκεχυμένος — προσωπολήπτης — τσίφ — ανάπιωμα — ευκολοκυρίευτος — περιφρονώ — νευριάζω — ξυγκοκέρι — εταίρα — αντιδημοτικός — ακριτολογία — αναίτιος — διαδικάζω — ηχερός — πηδηχτός — εξυπηρετικότητα — ψυχογενής — έπαινος — νικελώνω — ακαμάτεμα |
|||