|
ο фанфаронство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фанфаронство? — φανφαρονισμός как с (ново)греческого переводится слово φανφαρονισμός? — фанфаронство — ναυτοφυλακή — στύφω — διάλεκτος — Βουλγαρία — συνταγματολόγος — καλίγα — διαπίστωση — ξεκούτιασμα — γοργός — τεχνολογώ — σταλτικός — πότε — βιοπαλεύω — αβιογένεση — όργος — καπινός — ζέον — τροχίζω — μπεζαχτάς — καρναβάλι — ονοματοκρατία |
|||